DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34563 entries)
local analgesia, analgesics τοπική αναλγησία, αναλγητικά
local arrangements committee τοπική οργανωτική επιτροπή
Local Assembly Τοπική συνέλευση
local authority Συμβούλιο
local authority ΄Οργανο Τοπικής Αυτοδιοίκησης
local authority τοπική αρχή
local body οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης
local border authority προσωπικό μεθοριακού σταθμού
local capacities τοπικές δυνατότητες
local climate τοπικό κλίμα
local committee τοπική επιτροπή
local consular cooperation regarding visas τοπική συνεργασία Σένγκεν
Local Councillors Working Party Ομάδα εργασίας "Εκπρόσωποι τοπικής αυτοδιοίκησης"
local decision-makers οι αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο οι υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο
local democracy scheme σχέδιο για την ανάπτυξη της τοπικής δημοκρατίας
local democracy scheme σχέδιο Lodé
local development τοπική ανάπτυξη
Local development and employment initiatives Τοπικές πρωτοβουλίες ανάπτυξης και απασχόλησης
local development initiative πρωτοβουλία τοπικής ανάπτυξης
local development strategy στρατηγική ενδογενούς ανάπτυξης